- ωρινιάκιος
- -α, -ο, Νφρ. «ωρινιάκιος πολιτισμός»αρχαιολ. λιθοτεχνία εργαλείων και καλλιτεχνική παράδοση τής Ανώτερης Παλαιολιθικής Εποχής στην Ευρώπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. aurignacian (culture) < γαλλ. Αurignac, τοπωνύμιο τής Γαλλίας].
Dictionary of Greek. 2013.